- δυσκόλους
- δύσκολοςhard to satisfy with foodmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσάγων — δυσάγων, ο (Α) αυτός που έχει δύσκολους αγώνες («πολυπόνους γενομένας και δυσάγωνας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
δυσεξέλικτος — δυσεξέλικτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται 2. δυσεξήγητος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δυσεξέλικτα με δύσκολους ελιγμούς … Dictionary of Greek
ντράγκστερ — τεχνολ. ονομασία αυτοκινήτου ή μοτοσυκλέτας αγώνων με κύρια χαρακτηριστικά το πολύ μικρό βάρος και τον ισχυρότατο κινητήρα που επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλων ταχυτήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dragster < drag «οχήματα ειδικά τροποποιημένα για… … Dictionary of Greek
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek
χειρόφρενο — το, Ν 1. φρένο που λειτουργεί με το χέρι και χρησιμοποιείται κυρίως σε περίπτωση στάθμευσης ή σε δύσκολους χειρισμούς 2. φρ. «βάζω χειρόφρενο» μτφ. σταθμεύω … Dictionary of Greek
Αργυρίου, Αλέξανδρος — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1921 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του κριτικού και λογοτέχνη Αλέξανδρου Κουμπή. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Σταδιοδρόμησε ως ελεύθερος επαγγελματίας (πολιτικός μηχανικός). Στα ελληνικά γράμματα … Dictionary of Greek
Αρώνη, Μαίρη — (Αθήνα 1916 – 1992).Ηθοποιός του θεάτρου. Κόρη του καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής Λέανδρου Αρβανιτάκη και σύζυγος του Θεόδωρου Αρώνη. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών και υπήρξε μαθήτρια του Φώτου Πολίτη.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
αξιαγάπητος — η, ο αυτός που είναι άξιος να αγαπιέται: Και στους πιο δύσκολους καιρούς δεν έπαψε να ’ναι άνθρωπος αξιαγάπητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωμός — ή, ό επίρρ. ά 1. άψητος, άβραστος: Έφαγε τα λάχανα ωμά. 2. άγουρος, αγίνωτος. 3. σκληρός, άσπλαχνος, άκαρδος, άγριος: Οι ναζιστές ήταν ωμοί τύραννοι. 4. η παροιμία «ούτε ωμός ούτε ψημένος ούτε και τηγανισμένος» λέγεται για τους πολύ δύσκολους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)